ξίκικος

ξίκικος
-η, -ο
επίρρ. (λ. τουρκ.)
1. αυτός που δεν έχει το κανονικό βάρος, λειψός: Το τυρί ήταν ξίκικο.
2. μτφ., ο ανόητος, λειψός: Και τα δύο παιδιά τους είναι ξίκικα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ξίκικος — και ξύκικος, η, ο αυτός που ζύγίζει λιγότερο από το κανονικό, λειψός στο βάρος, λιποβαρής. επίρρ... ξίκικα λειψά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. eksik + κατάλ. ικος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”